προυτιμωρήσατε

προυτιμωρήσατε
προετῑμωρήσατε , προτιμωρέω
help beforehand
aor ind act 2nd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προτιμωρώ — έω, Α 1. βοηθώ κάποιον εκ τών προτέρων («μὴ ὀργισθῆναι ὅτι ἡμῑν οὐ προυτιμωρήσατε», Θουκ.) 2. μέσ. προτιμωροῡμαι, έομαι εκδικούμαι κάποιον εκ τών προτέρων, τιμωρώ («ἐβούλοντο πρότερον, εἰ δύναιντο, προτιμωρήσασθαι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”